-
1 σκηνέω
A to be or dwell in a tent, encamp, also generally, to be quartered or billeted, οἰκίαι.. ἐν αἷς αὐτοὶ ἐσκήνησαν (v.l. -ωσαν, -ουν) Th.1.89;ἐν τῇ οἰκίᾳ -οῦντι PSI4.340.13
(iii B.C.);αἱ κῶμαι ἐν αἷς ἐσκήνουν X.An. 1.4.9
;κατὰ ναῦν ἔμελλον οἱ ναῦται -ήσειν Id.HG5.1.20
; ἐσκήνησαν εἰς κώμας went to villages and quartered themselves there, Id.An.7.7.1;πρὸς τῷ ὄρει -οῦντος Id.HG4.6.7
;ἐν τῷ ὄρει, ἔνθαπερ ἐσκήνουν Id.An.4.8.25
; ἐσκήνουν ἐν τῷ αἰγιαλῷ ib.6.4.7, etc.; οἴκοι -οῦντας, ἔξω -οῖεν, have one's meals at home, abroad, Id.Lac.5.2, 15.4: hence, banquet, κατελάμβανον κἀκείνους -οῦντας ἐστεφανωμένους κτλ. Id.An. 4.5.33.—For the [voice] Med. forms, v. σκηνάω ( σκηνᾶσθαι is certainly found in Pl., and the other [voice] Med. forms may belong to it; cf.σκηνόω 1.2
).
См. также в других словарях:
σκηνώ — (I) άω, Α [σκηνή] (δ. τ. τού σκηνῶ, έω) 1. (αποθ.) κατοικώ, διαμένω («σκηνᾱσθαι παρὰ τὸν ποταμὸν», Πλάτ.) 2. μέσ. σκηνῶμαι, άομαι α) καταφεύγω, προσφεύγω («τὰ... ἔρα ἐν οἷς ἐσκηνῆντο», Θουκ.) β) (σχετικά με κτίσμα) κτίζω, οικοδομώ γ) μένω σε… … Dictionary of Greek